έγκριτος

έγκριτος
η , ο [ος , ον ] 1. выдающийся, видный, известный;
2. πλ. :

οι έγκριτοι της πόλεως — знатные люди города


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έγκριτος" в других словарях:

  • ἔγκριτος — admitted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκριτος — η, ο (AM ἔγκριτος, ον) μσν. νεοελλ. 1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι τού χωριού») αρχ. αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός …   Dictionary of Greek

  • ἐγκριτώτερον — ἔγκριτος admitted masc acc comp sg ἔγκριτος admitted neut nom/voc/acc comp sg ἔγκριτος admitted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκριτον — ἔγκριτος admitted masc/fem acc sg ἔγκριτος admitted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρίτοις — ἔγκριτος admitted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρίτου — ἔγκριτος admitted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρίτους — ἔγκριτος admitted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρίτων — ἔγκριτος admitted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρίτῳ — ἔγκριτος admitted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκριτα — ἔγκριτος admitted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκριτοι — ἔγκριτος admitted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»